- ασημικό, το
- ασημικό, το και συνηθέστ. στον πληθ., ασημικά σερβίτσια και άλλα σκεύη από ασήμι: Στο σπίτι τους έχουν πολύ ασημικό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ασημικό — το συνήθ. στον πληθ. [ασήμι] τα κοσμήματα ή τα σκεύη που είναι κατασκευασμένα από ασήμι … Dictionary of Greek
ασήμι — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 290 μ., 1.215 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόφινα. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ., 14 κάτ.) στην πρώην επαρχία… … Dictionary of Greek